- ἠγνόεον
- ἀγνοέωnot to perceiveimperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic)ἀγνοέωnot to perceiveimperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυσχιδία — και ιων. τ. πολυσχιδίη, ἡ, Α [πολυσχιδής] 1. η πολλαπλή ή η ποικιλότροπη διαίρεση («τὰς μέντοι πολυτροπίας τὰς ἐν ἐκάστῃ τῶν νούσων καὶ τὴν πολυσχιδίην οὐκ ἠγνόεον ἔνιοι», Ιπποκρ.) 2. η ποικιλία … Dictionary of Greek